- φιλαίματος
- φιλ-αίματος, blutliebend, blutgierig
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
φιλαίματος — fond of blood masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλαίματος — ον, ΜΑ αιμοχαρής («φιλαίματος Ἄρης», Ανακρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + αίματος (< αἷμα, ατος), πρβλ. ἀν αίματος] … Dictionary of Greek
φιλαίματον — φιλαίματος fond of blood masc/fem acc sg φιλαίματος fond of blood neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλαιμάτοιο — φιλαίματος fond of blood masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλαιμάτοις — φιλαίματος fond of blood masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλαιμάτου — φιλαίματος fond of blood masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλαιμάτους — φιλαίματος fond of blood masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλαιμάτῳ — φιλαίματος fond of blood masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλαίματε — φιλαίματος fond of blood masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλαίματοι — φιλαίματος fond of blood masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek